σηρικάς — σηρικά̱ς , σηρικός silkworm fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SERES — populi Aethiopiae interioris ad Ortum inter Blemyas: et Orosio teste, populi Indiae citerioris inter Indum et Hydaspen. Sunt et Seres populi Asiae ad Ortum extremi, ultra Sinas, omnium mitissimi, iustitiaeque amantissimi, inter Sinas ad Austrum,… … Hofmann J. Lexicon universale
ОДЕЖДА — • Vestis, I. Греческая одежда. Греч. О. была двух родов: ε̉νδύματα (нижняя О., вроде рубахи) и ε̉πιβλήματα или περιβλήματα (верхняя О., накидки). К ε̉νδύματα принадлежит χιτών хитон, дорический из шерсти, без рукавов,… … Реальный словарь классических древностей
σηρικός — και σειρικός, ή, όν, ΜΑ [σήρ, σηρός] κατασκευασμένος από μετάξι, μεταξωτός, μετάξινος, μεταξένιος αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τo σηρικόν α) μεταξωτό ένδυμα β) το κόκκινο χρώμα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ σηρικά τά τζίτζιφα … Dictionary of Greek
υπερπετάννυμι — Α 1. εκτείνω, απλώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο («παραπετάσματα ὑπὲρ αὐτῶν σηρικὰ ὑπερεπέτασε», Δίων Κάσσ.) 2. παθ. ὑπερπετάννυμαι αιωρούμαι πάνω από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + πετάννυμι «απλώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek